ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ αγλανιές = δασικό το αειθαλές με ζωηρό πράσινο φύλλωμα αγκορτσιά = η αγριαχλαδιά ( τοπων . Αγκορτιά και Αγκορτσιούλα ) αγνάντιο = μέρος ψηλό απ' όπου βλέπει κανείς μακριά αγώι = μεταφορά με ζώο φορτίου ή προσώπου με πληρωμή, το αντίτιμο της μεταφοράς, "το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη..." αλάργα = μακριά ανάπαμα = ξεκούραση, χωράφι ακαλλιέργητο για κάμποσο διάστημα απάγκιο = μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας, απάνεμο αρμακάς = σωρός από λιθάρια βαζούρα = ο θόρυβος, η βοή "η βαζούρα απ' το Τρανόρεμα..." βαθύπεδο =πεδινό μέρος σε βουνίσια περιοχή βαρκό = μέρος που κρατάει υγρασία, λασπερό και βαρύ στο όργωμα (βαρύ ~ βαρικό ~ βαρκό) βίγλα = σκοπιά, παρατηρητήριο, φυλάκιο (από το λατιν. vigilia) βούθλιαγκας = μέρος στο ποτάμι, όπου λιμνάζει πολύ νερό( αλλιώς βούθλας και βουρός) βουρός (βορός, οβορός), κλειστό μέρος, μαντρί. γάβρος = φυτό που ανοίγει νωρίς την άνοιξη (τοπων. Γαβράκια) γεροντάκι = χόρτο που στρώνεται κάτω σαν γρασίδι γιούρτια = τα περιβόλια μέσα στο χωριό γούπατο = μέρος γουβωτό, απάνεμο γούρνα = χωμάτινη κατασκευή να μαζεύει νερό για πότισμα δέματα = τοίχια που στηρίζουν πλαερά σημεία στα κτήματα δέση = το σημείο που mάνεται το αυλάκι στο ρέμα ημεράδι = είδος βελανιδιάς (τοπων. Ημεράδ') κάλανος = από το κάναλος), αυλακωτό ξύλο για να τρέχει το νερό, "0 κάλανος της βρύσης...", (τοπων. Καλανάκης) καράμπα = ξύλινος μικρός κάδος, ψηλός και στενός, όπου οι τσιοπάνηδες χτυπάνε το γάλα (καραμπίζουν), για να βγάλουν το βούτυρο καραούλι = μέρος αγνάντιο, παρατηρητήριο καστραβέτσι = το αγγούρι καταπότης = το αυλάκι που πάει το νερό για πότισμα κατατόπια,=διάφορα σημεία σε μια τοποθεσία, "ξέρει όλα κβέλι (κουβέλι),= κάδος από κούφιο κορμό δέντρου (τοπων.Κβελάκι) κέθρος = το φυτό κέδρος κνούκλες = φυτά κοντά, φρυγανώδη κονάκι = κατοικιό ( σπίτι, καλύβι, ταράτσα) κουλές = 7 κουλάς 7 γλας, σκοπιά, πύργος, φρούριο (τοπων. Παλιόγλα) κούλμια = ξύλα χοντρά που έμπαιναν οριζόντια πάνω σε χοντρές φούρκες και στήριζαν τη χωματοτάρατσα κουμάσι = κτίσμα για ζώα, στάβλος, "γουρνοκούμασο..." λάκκα = ξέφωτο, ανοιχτό μέρος λάκκωμα = μεγάλη λάκκα λογκά = έκταση με χωράφια ισιώματα στην άκρη στο ποτάμι λόγκος = δάσος με βελανιδιές λογκούλα = μικρή κτηματική έκταση στην άκρη στο ρέμα (μικρή λογκά) λούζα = λάκκα βαθουλωτή ( τοπων .Λούζες) μαγκάνι = μηχάνημα ζωοκίνητο παλιά για την άντληση νερού (μαγκανοπήγαδο) μάματα = μούσκλια στεγνά και μαλακά στους κορμούς των δέντρων μαρτίνια = οικόσιτα (γίδες ή προβατίνες στο σπίτι), αλλιώς μανάρια. μελόκεθρος = είδος κέθρου με μαλακό φύλλωμα, αλλιώς μαλόκεθρος =( ομαλόκεθρος), ( τοπων .Μελόκεθρος) μότσιου = μέρος που παρουσιάζει δείγματα ότι υπάρχει νερό,λασπότοπος, =ή βγάζει νερό (τοπων. Μότσιου και Μοτσιάρα) μπούζι = πολύ κρύο "το νερό είναι μπούζι..." νταβίζω = γκρινιάζω, διαμαρτύρομαι (τοπων. Νταβέα) παγάδα = ησυχία, σιγαλιά πανίδα = το σύνολο των ζώων σε μια περιοχή παρωνύμιο = παρατσούκλι πεζούλες = σκαλωτά τμήματα στο χωράφι πιλάλα = τρεχάλα, μέρος για τρέξιμο (πεδινό), ίσιωμα (τοπων. Πλαλίστρα) πλακολιθιές = λιθιές (βράχια) πλακερές πορδαλιά = φυτό με φουντωτά άνθη ( τοπων .Πορδαλιές) πουρί = πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα ( τοπων .Πουρί) πράματα = τα γιδοπρόβατα ρόνια = ξανοίγματα σε δασικές εκτάσεις για να καλλιεργηθούν , ξέλακκα σάρα = κατηφοριαστό και άδενδρο μέρος στάλος = μέρος με δέντρα, όπου ισκιώνουν το μεσημέρι ( σταλίζουν) τα πράματα στρούγκα = μέρος περίφρακτο με ένα άνοιγμα, όπου κάθεται ο τσιοπάνης = σε μια πέτρα ( στρουγκόλιθος) και περνάνε τα γιδοπρόβατα με τη σειρά και τα αρμέγει τούμπα = χωμάτινος λόφος, ψήλωμα (τοπων. Τούμπα) τραμπάλα = σανίδα που ισορροπεί πάνω σε υποστήριγμα και πάνω σ' αυτή ταλαντεύονται πάνω κάτω (τραμπαλίζονται)τα παιδιά ( τοπων .Δραμπάλα ) τριφλοσπόρια = τα σπόρια του τριφυλλιού τσιορνόκια = βελανιδ1ές που ανοίγουν πιο νωρίς από τις άλλες φτελιά = το δέντρο πτελέα ( τοπων .Φτιλιάς) φτερούσι = μέρος με πολλές φτέρες (τοπων. Φτερόλακκα,Φτερλάκκωμα) χέρσα = χωράφια ακαλλ1έργητα χλοίζουν = πρασινίζουν χρονικίς = όλο το χρόνο χλωρίδα = το σύνολο των φυτών ενός τόπου
|